- διαγνώσεις
- διάγνωσιςdistinguishingfem nom/voc pl (attic epic)διάγνωσιςdistinguishingfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… … Dictionary of Greek
Γκάθρι, Γούντι — (Woodrow Wilson «Woody» Guthrie,Όκεμαχ, Οκλαχόμα 1912 – Νέα Υόρκη 1967). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε ένας από τους βασικούς και αρχικούς εκπροσώπους της αμερικανικής φολκ μουσικής, η οποία γνώρισε την ακμή της στη δεκαετία του 1960. Το 1931… … Dictionary of Greek
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… … Dictionary of Greek
Λαβάτερ, Γιόχαν Κάσπαρ — (Johann Kaspar Lavater, Ζυρίχη 1741 – 1801). Ελβετός συγγραφέας και Διαμαρτυρόμενος θεολόγος. Διετέλεσε πάστορας σε διάφορες εκκλησίες της Ζυρίχης, ενώ εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και θεολογικά συγγράμματα. Το 1775 δημοσίευσε το βιβλίο… … Dictionary of Greek